- επιβοήθεια
- η оказание дополнительной помощи
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐπιβοήθεια — coming to aid fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιβοήθεια — η (AM ἐπιβοήθεια) νεοελλ. πρόσθετη βοήθεια αρχ. το να σπεύδουν να βοηθήσουν, η επικουρία … Dictionary of Greek
ἐπιβοηθείας — ἐπιβοηθείᾱς , ἐπιβοήθεια coming to aid fem acc pl ἐπιβοηθείᾱς , ἐπιβοήθεια coming to aid fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβοήθειαι — ἐπιβοήθεια coming to aid fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβοήθειαν — ἐπιβοήθεια coming to aid fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)